- χρωματικῶν
- χρωματικόςoffem gen plχρωματικόςofmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
φοβ - φοβισμός — (από το γαλλικό fauves = θηρία). Η ονομασία οφείλεται στον Λουί Βοξέλ, που στο παρισινό σαλόν του 1907, κοιτάζοντας μια προτομή παιδιού του Αλμπέρ Μαρκ (ακαδημαϊκής τεχνοτροπίας) τοποθετημένη ανάμεσα σε πίνακες των Ματίς, Μαρκέ, Πιί, Mανγκέν,… … Dictionary of Greek
γραφικότητα — Όρος που αρχικά σήμαινε ζωγραφικός και αναφερόταν σε ό,τι είχε σχέση με τη ζωγραφική. Αποτελεί μετάφραση της ιταλικής λέξης pittoresco. Σήμερα έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει το απρόβλεπτο, εκείνο από … Dictionary of Greek
δωδεκάχορδος — η, ο (AM δωδεκάχορδος, ον) (για μουσικό όργανο) αυτός που έχει δώδεκα χορδές νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δωδεκάχορδο(ν) το σύνολο τών δώδεκα χρωματικών ήχων τής ογδόης … Dictionary of Greek
ντιβιζιονισμός — ο τεχνοτροπία στη ζωγραφική τών εμπρεσιονιστών που επιδιώκει την επίτευξη τών διάφορων χρωματικών τόνων όχι με ανάμιξη τών χρωμάτων, αλλά με την παράθεση τους ή και με την επίθεση τού ενός στο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… … Dictionary of Greek
πορταμέντο — το, Ν μουσ. η βαθμιαία μετάβαση από έναν φθόγγο σε άλλον με χρησιμοποίηση όλων τών χρωματικών υποδιαιρέσεων τού τόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. portamento < portare «φέρω»] … Dictionary of Greek
συγχορδία — (Μουσ.). Συνήχηση τριών τουλάχιστον ήχων με διαφορετικό τονικό ύψος. Η δομή της σ. και οι σχέσεις της με άλλους ήχους ρυθμίζονται από την αρμονία, που είναι η γραμματική της μουσικής και μελετά τη φύση και τους διάφορους συνδυασμούς σ.: μείζονων… … Dictionary of Greek
χρωματικός — ή, ό / χρωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [χρῶμα, ατος] 1. (για ύφος λόγου) στολισμένος, διανθισμένος 2. μουσ. αυτός που έχει συντεθεί έτσι ώστε να αποκτά χρώμα η μελωδία νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χρώματα («χρωματικός συνδυασμός») 2. το… … Dictionary of Greek
χρωματικότητα — η, Ν [χρωματικός] 1. η απόδοση χρωματικών τόνων σε έργο ζωγραφικής 2. μουσ. η χρήση φθόγγων ξένων προς τον τρόπο ή την διατονική κλίμακα μιας σύνθεσης, για να εντείνουν ή να χρωματίσουν τη μελωδική γραμμή ή την αρμονική πλοκή … Dictionary of Greek
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek